Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
View word page
ὑπολάμπω
to shine under, shine in under
ShortDef
to shine under, shine in under
Debugging
Headword:
ὑπολάμπω
Headword (normalized):
ὑπολάμπω
Headword (normalized/stripped):
υπολαμπω
IDX:
91994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91995
Key:
Data
{'content': 'to shine under, shine in under'}