Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
View word page
ὑπολαμπάς
part of a stoa
ShortDef
part of a stoa
Debugging
Headword:
ὑπολαμπάς
Headword (normalized):
ὑπολαμπάς
Headword (normalized/stripped):
υπολαμπας
IDX:
91991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91992
Key:
Data
{'content': 'part of a stoa'}