Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
View word page
ὑπολαμβάνω
take up; understand, interpret; assume; reply, rejoin

ShortDef

take up; understand, interpret; assume; reply, rejoin

Debugging

Headword:
ὑπολαμβάνω
Headword (normalized):
ὑπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
υπολαμβανω
IDX:
91990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91991
Key:

Data

{'content': 'take up; understand, interpret; assume; reply, rejoin'}