Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
View word page
ὑπολαλέω
whisper
ShortDef
whisper
Debugging
Headword:
ὑπολαλέω
Headword (normalized):
ὑπολαλέω
Headword (normalized/stripped):
υπολαλεω
IDX:
91989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91990
Key:
Data
{'content': 'whisper'}