Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
View word page
ὑπολαΐς
a kind of bird
ShortDef
a kind of bird
Debugging
Headword:
ὑπολαΐς
Headword (normalized):
ὑπολαΐς
Headword (normalized/stripped):
υπολαις
IDX:
91987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91988
Key:
Data
{'content': 'a kind of bird'}