Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
View word page
ὑπολαιμίζω
cut the throat
ShortDef
cut the throat
Debugging
Headword:
ὑπολαιμίζω
Headword (normalized):
ὑπολαιμίζω
Headword (normalized/stripped):
υπολαιμιζω
IDX:
91986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91987
Key:
Data
{'content': 'cut the throat'}