Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
View word page
ὑπολάζυμαι
think, consider

ShortDef

think, consider

Debugging

Headword:
ὑπολάζυμαι
Headword (normalized):
ὑπολάζυμαι
Headword (normalized/stripped):
υπολαζυμαι
IDX:
91985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91986
Key:

Data

{'content': 'think, consider'}