Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
View word page
ὑποκωμῳδέω
to ridicule a little

ShortDef

to ridicule a little

Debugging

Headword:
ὑποκωμῳδέω
Headword (normalized):
ὑποκωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
υποκωμωδεω
IDX:
91983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91984
Key:

Data

{'content': 'to ridicule a little'}