Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
View word page
ὑποκύω
mid. conceive, become pregnant
ShortDef
mid. conceive, become pregnant
Debugging
Headword:
ὑποκύω
Headword (normalized):
ὑποκύω
Headword (normalized/stripped):
υποκυω
IDX:
91980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91981
Key:
Data
{'content': 'mid. conceive, become pregnant'}