Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
View word page
ὑποκυφώνιον
part of a chariot

ShortDef

part of a chariot

Debugging

Headword:
ὑποκυφώνιον
Headword (normalized):
ὑποκυφώνιον
Headword (normalized/stripped):
υποκυφωνιον
IDX:
91979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91980
Key:

Data

{'content': 'part of a chariot'}