Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
View word page
ὑπόκυφος
somewhat humped
ShortDef
somewhat humped
Debugging
Headword:
ὑπόκυφος
Headword (normalized):
ὑπόκυφος
Headword (normalized/stripped):
υποκυφος
IDX:
91978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91979
Key:
Data
{'content': 'somewhat humped'}