Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
View word page
ὑπόκυρτος
gibbous, humped

ShortDef

gibbous, humped

Debugging

Headword:
ὑπόκυρτος
Headword (normalized):
ὑπόκυρτος
Headword (normalized/stripped):
υποκυρτος
IDX:
91977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91978
Key:

Data

{'content': 'gibbous, humped'}