Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
View word page
ὑποκυρτόομαι
be/become somewhat curved

ShortDef

be/become somewhat curved

Debugging

Headword:
ὑποκυρτόομαι
Headword (normalized):
ὑποκυρτόομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκυρτοομαι
IDX:
91976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91977
Key:

Data

{'content': 'be/become somewhat curved'}