Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
View word page
ὑποκύπτω
to stoop under a yoke

ShortDef

to stoop under a yoke

Debugging

Headword:
ὑποκύπτω
Headword (normalized):
ὑποκύπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκυπτω
IDX:
91975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91976
Key:

Data

{'content': 'to stoop under a yoke'}