Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκρύφιος
ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
ὑπόκυρτος
ὑπόκυφος
ὑποκυφώνιον
ὑποκύω
ὑποκωθωνίζομαι
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
View word page
ὑποκυματίζω
cause to surge
ShortDef
cause to surge
Debugging
Headword:
ὑποκυματίζω
Headword (normalized):
ὑποκυματίζω
Headword (normalized/stripped):
υποκυματιζω
IDX:
91974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91975
Key:
Data
{'content': 'cause to surge'}