Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρύφιος
ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
ὑποκυμαίνω
ὑποκυματίζω
ὑποκύπτω
ὑποκυρτόομαι
View word page
ὑποκρώζω
to croak faintly

ShortDef

to croak faintly

Debugging

Headword:
ὑποκρώζω
Headword (normalized):
ὑποκρώζω
Headword (normalized/stripped):
υποκρωζω
IDX:
91966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91967
Key:

Data

{'content': 'to croak faintly'}