Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρύφιος
ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
ὑπόκυκλος
View word page
ὑποκρούω
to strike gently

ShortDef

to strike gently

Debugging

Headword:
ὑποκρούω
Headword (normalized):
ὑποκρούω
Headword (normalized/stripped):
υποκρουω
IDX:
91962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91963
Key:

Data

{'content': 'to strike gently'}