Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρύφιος
ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
View word page
ὑπόκρουσις
interruption
ShortDef
interruption
Debugging
Headword:
ὑπόκρουσις
Headword (normalized):
ὑπόκρουσις
Headword (normalized/stripped):
υποκρουσις
IDX:
91961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91962
Key:
Data
{'content': 'interruption'}