Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρύφιος
ὑπόκρυφος
View word page
ὑποκρίνω
separate gradually, mid. to answer
ShortDef
separate gradually, mid. to answer
Debugging
Headword:
ὑποκρίνω
Headword (normalized):
ὑποκρίνω
Headword (normalized/stripped):
υποκρινω
IDX:
91955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91956
Key:
Data
{'content': 'separate gradually, mid. to answer'}