Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρύφιος
View word page
ὑποκρίζω
squeak a little

ShortDef

squeak a little

Debugging

Headword:
ὑποκρίζω
Headword (normalized):
ὑποκρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποκριζω
IDX:
91954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91955
Key:

Data

{'content': 'squeak a little'}