Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑπόκρουσις
View word page
ὑπόκρημνος
precipitous
ShortDef
precipitous
Debugging
Headword:
ὑπόκρημνος
Headword (normalized):
ὑπόκρημνος
Headword (normalized/stripped):
υποκρημνος
IDX:
91951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91952
Key:
Data
{'content': 'precipitous'}