Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
View word page
ὑποκρεμάννυμι
underpin, shore up

ShortDef

underpin, shore up

Debugging

Headword:
ὑποκρεμάννυμι
Headword (normalized):
ὑποκρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποκρεμαννυμι
IDX:
91950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91951
Key:

Data

{'content': 'underpin, shore up'}