Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
View word page
ὑπόκουφος
somewhat light
ShortDef
somewhat light
Debugging
Headword:
ὑπόκουφος
Headword (normalized):
ὑπόκουφος
Headword (normalized/stripped):
υποκουφος
IDX:
91945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91946
Key:
Data
{'content': 'somewhat light'}