Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
View word page
ὑποκουφίζω
to be lighter, easier

ShortDef

to be lighter, easier

Debugging

Headword:
ὑποκουφίζω
Headword (normalized):
ὑποκουφίζω
Headword (normalized/stripped):
υποκουφιζω
IDX:
91944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91945
Key:

Data

{'content': 'to be lighter, easier'}