Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
View word page
ὑποκουρίζομαι
to soothe with soft names
ShortDef
to soothe with soft names
Debugging
Headword:
ὑποκουρίζομαι
Headword (normalized):
ὑποκουρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκουριζομαι
IDX:
91943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91944
Key:
Data
{'content': 'to soothe with soft names'}