Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
View word page
ὑποκοριστικός
diminutive
ShortDef
diminutive
Debugging
Headword:
ὑποκοριστικός
Headword (normalized):
ὑποκοριστικός
Headword (normalized/stripped):
υποκοριστικος
IDX:
91941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91942
Key:
Data
{'content': 'diminutive'}