Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
View word page
ὑποκόρισμα
a coaxing
ShortDef
a coaxing
Debugging
Headword:
ὑποκόρισμα
Headword (normalized):
ὑποκόρισμα
Headword (normalized/stripped):
υποκορισμα
IDX:
91939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91940
Key:
Data
{'content': 'a coaxing'}