Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
View word page
ὑποκόρισις
use of the diminutive form

ShortDef

use of the diminutive form

Debugging

Headword:
ὑποκόρισις
Headword (normalized):
ὑποκόρισις
Headword (normalized/stripped):
υποκορισις
IDX:
91938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91939
Key:

Data

{'content': 'use of the diminutive form'}