Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρατήριον
View word page
ὑποκορίζομαι
to talk child's language

ShortDef

to talk child's language

Debugging

Headword:
ὑποκορίζομαι
Headword (normalized):
ὑποκορίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκοριζομαι
IDX:
91937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91938
Key:

Data

{'content': "to talk child's language"}