Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
View word page
ὑποκόπτω
to cut beneath, to hamstring
ShortDef
to cut beneath, to hamstring
Debugging
Headword:
ὑποκόπτω
Headword (normalized):
ὑποκόπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκοπτω
IDX:
91936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91937
Key:
Data
{'content': 'to cut beneath, to hamstring'}