Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
View word page
ὑπόκοπρος
slightly faecal
ShortDef
slightly faecal
Debugging
Headword:
ὑπόκοπρος
Headword (normalized):
ὑπόκοπρος
Headword (normalized/stripped):
υποκοπρος
IDX:
91935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91936
Key:
Data
{'content': 'slightly faecal'}