Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
View word page
ὑπόκοπος
somewhat tired

ShortDef

somewhat tired

Debugging

Headword:
ὑπόκοπος
Headword (normalized):
ὑπόκοπος
Headword (normalized/stripped):
υποκοπος
IDX:
91934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91935
Key:

Data

{'content': 'somewhat tired'}