Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
View word page
ὑποκονίω
put dust to the roots

ShortDef

put dust to the roots

Debugging

Headword:
ὑποκονίω
Headword (normalized):
ὑποκονίω
Headword (normalized/stripped):
υποκονιω
IDX:
91933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91934
Key:

Data

{'content': 'put dust to the roots'}