Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
ὑποκοσμήτης
View word page
ὑποκόνισις
a putting dust to the roots

ShortDef

a putting dust to the roots

Debugging

Headword:
ὑποκόνισις
Headword (normalized):
ὑποκόνισις
Headword (normalized/stripped):
υποκονισις
IDX:
91932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91933
Key:

Data

{'content': 'a putting dust to the roots'}