Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκοριστικός
View word page
ὑπόκομψος
rather neat
ShortDef
rather neat
Debugging
Headword:
ὑπόκομψος
Headword (normalized):
ὑπόκομψος
Headword (normalized/stripped):
υποκομψος
IDX:
91931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91932
Key:
Data
{'content': 'rather neat'}