Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
View word page
ὑποκομπέω
sound under

ShortDef

sound under

Debugging

Headword:
ὑποκομπέω
Headword (normalized):
ὑποκομπέω
Headword (normalized/stripped):
υποκομπεω
IDX:
91930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91931
Key:

Data

{'content': 'sound under'}