Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
ὑποκόρισμα
View word page
ὑπόκομμα
a gathering in at the waist

ShortDef

a gathering in at the waist

Debugging

Headword:
ὑπόκομμα
Headword (normalized):
ὑπόκομμα
Headword (normalized/stripped):
υποκομμα
IDX:
91929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91930
Key:

Data

{'content': 'a gathering in at the waist'}