Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
ἀντισκαιωρέω
ἀντισκευάζομαι
ἀντίσκηνος
ἀντίσκιος
ἀντισκοτέω
ἀντισκότησις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
View word page
ἀντισκοτέω
obstruct

ShortDef

obstruct

Debugging

Headword:
ἀντισκοτέω
Headword (normalized):
ἀντισκοτέω
Headword (normalized/stripped):
αντισκοτεω
IDX:
9192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9193
Key:

Data

{'content': 'obstruct'}