Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισις
View word page
ὑποκολυμβάω
dive under

ShortDef

dive under

Debugging

Headword:
ὑποκολυμβάω
Headword (normalized):
ὑποκολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
υποκολυμβαω
IDX:
91928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91929
Key:

Data

{'content': 'dive under'}