Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
View word page
ὑποκόλπιος
in lap, in robe, in womb

ShortDef

in lap, in robe, in womb

Debugging

Headword:
ὑποκόλπιος
Headword (normalized):
ὑποκόλπιος
Headword (normalized/stripped):
υποκολπιος
IDX:
91927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91928
Key:

Data

{'content': 'in lap, in robe, in womb'}