Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
View word page
ὑποκολπίδιος
worn or concealed in folds of robe
ShortDef
worn or concealed in folds of robe
Debugging
Headword:
ὑποκολπίδιος
Headword (normalized):
ὑποκολπίδιος
Headword (normalized/stripped):
υποκολπιδιος
IDX:
91926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91927
Key:
Data
{'content': 'worn or concealed in folds of robe'}