Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
View word page
ὑποκόλοβος
dwarf
ShortDef
dwarf
Debugging
Headword:
ὑποκόλοβος
Headword (normalized):
ὑποκόλοβος
Headword (normalized/stripped):
υποκολοβος
IDX:
91925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91926
Key:
Data
{'content': 'dwarf'}