Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
ὑποκονίω
View word page
ὑποκόλαμμα
the fold-over

ShortDef

the fold-over

Debugging

Headword:
ὑποκόλαμμα
Headword (normalized):
ὑποκόλαμμα
Headword (normalized/stripped):
υποκολαμμα
IDX:
91923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91924
Key:

Data

{'content': 'the fold-over'}