Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
ὑποκόνισις
View word page
ὑποκολακεύω
flatter a little

ShortDef

flatter a little

Debugging

Headword:
ὑποκολακεύω
Headword (normalized):
ὑποκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
υποκολακευω
IDX:
91922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91923
Key:

Data

{'content': 'flatter a little'}