Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
ὑπόκομψος
View word page
ὑπόκοιλος
slightly concave

ShortDef

slightly concave

Debugging

Headword:
ὑπόκοιλος
Headword (normalized):
ὑπόκοιλος
Headword (normalized/stripped):
υποκοιλος
IDX:
91921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91922
Key:

Data

{'content': 'slightly concave'}