Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
ὑποκομπέω
View word page
ὑποκοιλίς
the lower eyelid
ShortDef
the lower eyelid
Debugging
Headword:
ὑποκοιλίς
Headword (normalized):
ὑποκοιλίς
Headword (normalized/stripped):
υποκοιλις
IDX:
91920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91921
Key:
Data
{'content': 'the lower eyelid'}