Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
ὑπόκομμα
View word page
ὑποκοίλιον
the lower belly

ShortDef

the lower belly

Debugging

Headword:
ὑποκοίλιον
Headword (normalized):
ὑποκοίλιον
Headword (normalized/stripped):
υποκοιλιον
IDX:
91919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91920
Key:

Data

{'content': 'the lower belly'}