Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
ὑποκολυμβάω
View word page
ὑποκοιλαίνω
become hollow

ShortDef

become hollow

Debugging

Headword:
ὑποκοιλαίνω
Headword (normalized):
ὑποκοιλαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποκοιλαινω
IDX:
91918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91919
Key:

Data

{'content': 'become hollow'}