Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
ὑποκόλοβος
ὑποκολπίδιος
ὑποκόλπιος
View word page
ὑποκνυζάομαι
growl a little

ShortDef

growl a little

Debugging

Headword:
ὑποκνυζάομαι
Headword (normalized):
ὑποκνυζάομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκνυζαομαι
IDX:
91917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91918
Key:

Data

{'content': 'growl a little'}