Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
ὑποκολλάω
View word page
ὑποκνήθω
scratch a little

ShortDef

scratch a little

Debugging

Headword:
ὑποκνήθω
Headword (normalized):
ὑποκνήθω
Headword (normalized/stripped):
υποκνηθω
IDX:
91914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91915
Key:

Data

{'content': 'scratch a little'}